σπερμογόνος

σπερμογόνος
-α, -ο / σπερμογόνος, -ον, ΝΜΑ, και σπερματογόνος, -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που παράγει σπέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. τεκνο-γόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπερμογόνος — bearing seed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερμογόνον — σπερμογόνος bearing seed masc/fem acc sg σπερμογόνος bearing seed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερμογόνους — σπερμογόνος bearing seed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερμογόνων — σπερμογόνος bearing seed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματογονία — και σπερμογονία, η, Ν [σπερματογόνος / σπερμογόνος] βιολ. η σπερματογένεση …   Dictionary of Greek

  • σπερματογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν βλ. σπερμογόνος …   Dictionary of Greek

  • σπερμογονικός — ή, όν, Μ [σπερμογόνος] κατάλληλος ή ικανός για την παραγωγή σπέρματος …   Dictionary of Greek

  • σπερμογονώ — έω, Α [σπερμογόνος] παράγω σπέρμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”